Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Τηγανιτοί λουκουμάδες με μέλι

Ξέρω ότι έχω καιρό να γράψω. Αυτό ωφείλεται στο γεγονός ότι ήθελα να γράψω μετά από κάποιο σημαντικό γεγονός και αφότου θα έφευγα από την Κρήτη. Το δεύτερο σκέλος ήταν εύκολο. Το πρώτο ήταν όλο το ζουμί.

Πριν κάποιες μέρες συνέβει ένα σημαντικό γεγονός (άξιο αναφοράς στον διαδικτυακό ιστότοπο του συγγραφέα), πήγα σε μια συναυλία στην οποία δεν κατάφερα να δω τον καλλιτέχνη. Γενικά σε τέτοια ζητήματα επωνυμίας και γούστου προτιμώ να διατηρώ μια ανωνυμία (ένα πέπλο μυστηρίου αν θέλετε), εδώ όμως όχι. Ο, ή μαλλον καλύτερα, η καλλιτέχνης ήταν η Μαριέττα Φαφούτη. Εκείνη η νύχτα μου θύμισε την έννοια του “σκοπού” που έχουμε καθιερωσει με ένα φίλο. Κάθε νύχτα, κάθε έξοδο, έχει ένα “σκοπό” και αν ο “σκοπός” δεν επιτευχθεί η προσπάθεια επαναλαμβάνεται.

Ο “σκοπός” δεν επετεύχθει, η προσπάθεια δεν επαναλήφθηκε.

Δυστηχώς ο φρενήρης ρυθμός των ημερών εκείνων δεν μου επέτρεψε να αναρτήσω τις σκέψεις μου, που αφορούσαν το συγκεκριμένο γεγονός, με αποτέλεσμα να προκύψει ένα άλλο.

Επιτέλους μετά από 3 χρόνια οι Τύχες εδέησαν και αποφάσισαν να επισκεφθώ τον τόπο που θεωρώ δεύτερο σπίτι μου. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της ανυπομονησίας μου, για το ξανασμίξιμο αυτό, αρκεί να αναφέρω ότι λίγες μέρες πριν την αναχώρησή το έβλεπα στα όνειρά μου. Τα συναισθήματά ήταν κατά την άφιξη κυρίως χαρμολύπης, επιτέλους ήμουν εδώ, στο μέρος που θέλω να ζήσω (κι ας μην μπορώ), επειτά απο 3 συνεχόμενα χρόνια απουσίας και με μια αίσθηση (κυρίαρχη) που αφορούσε πρόσωπα, τοπία και καταστάσεις, που εκφράζεται πολύ όμορφα και εύστοχα από το:

“Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν”

Δεδομένου ότι αυτή την στιγμή βρίσκομαι στον τόπο αυτό με το σκοτάδι (η ώρα είναι 2 και το πρωτότυπο της ανάρτησης χειρόγραφο), την μοναξιά και μια μπύρα συντροφιά, κάποιος θα υποθέσει ότι αυτό ειναι το τέλος της ανάρτησης. Αλλά όχι.

Το θέμα είναι ότι κατά την παραμονή μου εδώ ένας άνθρωπος “έφυγε”. Για την ακρίβεια η γιαγιά μιας πολύ καλής μου φίλης. Θα απορήσει κάποιος γιατί είναι τόσο σημαντικό, η απάντηση είναι απλή. Αρχικά είναι το προφανές της απώλειας, έπειτα ήταν ένας άνθρωπος τον οποίο γνώριζα από πολύ παλιά και ας τον έβλεπα μόνο τα καλοκαίρια, ήταν ένας άνθρωπος καλοσυνάτος και δραστήριος, κατα την απώλεια αυτή έβαλα τον εαυτό μου σε μια διαδικασία συμπαράστασης στην φίλη μου (κάτι που δεν μου είχε ξανατύχει) και τέλος, το επόμενο δεν αναφέρεται με καμία διάθεση αστείου αλλά το αντίθετο, ήταν ο άνθρωπος που είχε φτιάξει μπροστά μου (με μια διαδικασία που στο μυαλό μου έχει χαραχτεί με λεπτομέρειες ιεροτελεστίας) και μου έδωσε να φάω τους πρώτους μου

τηγανιτούς λουκουμάδες με μέλι.


Συνοδεία: Travis – 12 Memories (και πολλά κουνούπια)

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Crave


Μετά από το μικρό αρθράκι που είχα γράψει πριν κάνα μήνα για την Κεην μου ζητήθηκε από μια από τις μοναδικές αναγνώστριες και προσωπική φίλη να αναρτήσω και τον μονόλογο του Α από το έργο “Crave”. Δεν ήθελα να το κάνω αμέσως, ήθελα να αφήσω λίγος καιρός να περάσει αλλά μετά τη πραγματικά ντροπιαστική χθεσινή ανάρτηση νομίζω ότι είναι ώρα.

Σημείωση: Θα μπορούσε ο καθένας να βρει τον συγκεκριμένο μονόλογο και να τον αντιγράψει με ένα απλό copy-paste, βρίσκω την διαδικασία της πληκτρολόγησης αρκετά πιο δημιουργική.

Α: Και θέλω να παίζουμε κρυφτό, και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μ' αρέσουν τα παπούτσια σου, και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο, και να σου τρίβω το σβέρκο σου, και να σου φιλάω τα πόδια σου, και να σου κρατάω το χέρι σου, και να βγαίνουμε για φαγητό και να μη με νοιάζει που θα τρως το δικό μου, και να βρισκόμαστε στο Ρούντυ'ς και να λέμε πως τα περάσαμε σήμερα, και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου, και να γελάω με την παράνοιά σου, και να σου δίνω κασέτες που δε θα τις ακούς, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες, και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο, και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι, και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν, και να πηγαίνουμε στο Φλοράντ για καφέ τα μεσάνυχτα, και να σ' αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα, και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο, και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ, και να σε πηγαίνω στον οφθαλμίατρο, και να μη γελάω με τ' αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ' αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα, και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου, και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου τα μάτια σου τα χείλη σου το λαιμό σου το στήθος σου το κώλο σου το… Kαι να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου, και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ, και να τρελαίνομαι όταν αργείς, και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα, και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια, και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός, και να 'μαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο, και να 'μαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς, και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου και να παρακαλάω να σ' ήξερα μια ζωή, και ν' ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου, και να νιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου, και να τρομάζω όταν θυμώνεις και το 'να σου μάτι κοκκινίζει και τ' άλλο γαλάζιο και τα μαλλιά σου στ' αριστερά και το πρόσωπό σου ανατολίτικο, και να σου λέω πως είσαι θεσπέσια, και να σ' αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία, και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς, και να σε θέλω όταν σε μυρίζω, και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω, και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι, και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου, και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες, και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις την κουβέρτα, και να ζεσταίνομαι όταν δε μου την παίρνεις, και να λιώνω όταν χαμογελάς, και να διαλύομαι όταν γελάς, και να μην καταλαβαίνω γιατί λες πως σε απορρίπτω αφού δε σε απορρίπτω, και ν' αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι κι αλλιώς, και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος τον άγγελο του δέντρου το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ' αγαπούσε, και να σου γράφω ποιήματα, και ν' αναρωτιέμαι γιατί δε με πιστεύεις, και να σ' αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια, και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα, και να μη σ' αφήνω να σηκωθείς απ' το κρεββάτι όταν πρέπει να φύγεις, και να κλαίω σαν μωρό παιδί όταν φεύγεις στο τέλος, και να σκοτώνω τις κατσαρίδες, και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν θα τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω, και να σου λέω να παντρευτούμε, κι εσύ να μου λες πάλι όχι, και εγώ να σ' το λέω και να σ' το ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά, εγώ το λέω, και πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη κιόλας φορά που σ' το είπα, και να τριγυρίζω μέσα στην πόλη και να την νιώθω άδεια χωρίς εσένα, και να θέλω ό,τι θέλεις, και να νομίζω πως χάνομαι αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής, και να σου μιλάω για ό,τι χειρότερο έχω μέσα μου, και να προσπαθώ να σου δίνω ό,τι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δε σου αξίζει ούτε στάλα λιγότερο, και ν' απαντάω στις ερωτήσεις σου αν και θα προτιμούσα να μην απαντήσω, και να σου λέω την αλήθεια έστω κι αν κατά βάθος δε θέλω, και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς, και να νομίζω πως όλα τελείωσαν κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω από τη ζωή σου, και να ξεχνάω ποιος είμαι, και να προσπαθώ να 'ρθω πιο κοντά σου γιατί είναι ωραίο να μαθαίνω να σε μαθαίνω, κι αξίζει τον κόπο και με το παραπάνω, και να σου μιλάω κάτι άθλια γερμανικά και κάτι εβραίικα τρισάθλια, και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί, και κάπως, με κάποιο τρόπο, να σου εκφράζω έσω και λίγο τον ακάθεκτο τον ακατάλυτο τον ακατάσβεστο τον μεταρσιωτικό τον ψυχαναληπτικό τον-άνευ-όρων τον-τα-πάντα-πληρούντα τον-δίχως-τέλος-και-δίχως-αρχή

έρωτά μου για σένα.


Συνοδεία: ShearwaterWinged Life