Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Ποια είναι η πιο ευχάριστη στιγμή της ημέρα σας;


Πολύ σημαντική ερώτηση, που πολύ σπάνια την σκέφτεται κάποιος. Θα μου πείτε, μα πως γίνεται σε μια όχι ευχάριστη μέρα να έχω ευχάριστη στιγμή; Δεν έχει σημασία η μέρα ως όλο, ίσα-ίσα μπορεί η μέρα σας να ήταν χάλια, μπορεί ας πούμε να χωρίσατε, να τσακωθήκατε με τους γονείς σας, να κοπήκατε σε ένα μάθημα που δεν θέλατε (αν είσαστε κοντά στην ηλικία του γράφοντα) και να σας συνέβησαν λογής διάφορα δυσάρεστα πράγματα, όμως η στιγμή αυτή υπάρχει, αυτά τα 2-3 λεπτά, τα οποία σας ευχαριστούν πραγματικά. Στην συνέχεια θα μου φέρεται το επιχείρημα ότι κάθε μέρα είναι διαφορετική. Εδώ θα διαφωνήσω, κάθε μέρα είναι διαφορετική ως προς τα μεγάλα πράγματα κάθε στιγμή, που περνάει δεν επαναλαμβάνεται, το παρόν γίνεται παρελθόν με αμείλικτο ρυθμό, όμως υπάρχει αυτό το μαγικό (αν και ορισμένοι θα διαφωνήσουν) πράγμα, που λέγεται ρουτίνα. Οι μικρές κινήσεις που όλοι κάνουμε στην διάρκεια των ημερών μας και δεν μιλάω για μέρες, όπως οι διακοπές του Αυγούστου, αλλά για τις άλλες μέρες τις κοινές.

Για ένα τριαντάρη δικηγόρο ας πούμε, που πάει κάθε μέρα στην δουλειά του με το Μετρό, αυτή η στιγμή μπορεί να είναι το πρωί όταν στον σταθμό της Ακρόπολης, ανεβαίνει και κάθεται απέναντι του μια, όχι και τόσο μικρότερη του νεαρή, με λίγο αντισυμβατικό για εκείνον ντύσιμο, το οποίο όμως το βρίσκει παράξενα ελκυστικό και κουνάει το κεφάλι της στον ρυθμό της μουσικής, που ακούει, μια μουσική, που κάποτε ίσως να άκουγε και εκείνος, με ακουστικά στα αφτιά του αλλά τώρα την βάζει μόνο στην μοναξιά του δωματίου του.

Για ένα μικρό παιδί μπορεί να είναι η στιγμή που θα παίξει με το αγαπημένο του παιχνίδι (γιατί σε εκείνες τις μικρές ηλικίες κάθε μέρα παίζεις με το αγαπημένο σου παιχνίδι), που μπορεί να μην είναι το πιο φανταχτερό και το πιο ακριβό. Μπορεί να είναι μια κούκλα ή μια μπάλα ή ένα απλό κουτί, το οποίο όμως στα αθώα μάτια του μεταμορφώνεται και με την παιδική του φαντασία γίνεται μπαούλο πειρατικό γεμάτο θησαυρούς ή ένα διαστημόπλοιο, με το οποίο θα ταξιδέψει.

Για ένα παππού, χήρο, που μένει μόνος του η αγαπημένη του στιγμή μπορεί να είναι όταν βγαίνει στο μπαλκόνι κάθε απόγευμα στις 6:30 και βλέπει την γιαγιά στο απέναντι μπαλκόνι να ποτίζει τις ορτανσίες τις και να νοιώθει αυτή τη ζεστασιά. Γιατί ενώ γνωρίζει ότι και εκείνος και εκείνη ήταν κάποτε παντρεμένοι, τώρα όμως είναι μόνοι και αυτή η ανάγκη για συντροφιά είναι αχόρταγη και αιώνια και την νοιώθουν και οι δυο όσο χρονών και αν είναι.

Έτσι και εγώ απορώ ποια είναι η πιο ευχάριστη/αγαπημένη στιγμή στην ημέρα μου. Γιατί είναι δύσκολο όταν είσαι φοιτητής να διαλέξεις. Αν είσαι από τους λίγους, που πάνε κάθε μέρα στο μάθημα, μπορεί να μοιάζεις πολύ με τον δικηγόρο και μια αιθέρια παρουσία στο τρένο ή στο αμφιθέατρο να σου αποσπά την προσοχή. Αν από την άλλη μεριά, η έξοδος είναι στην καθημερινότητα μπορεί η αγαπημένη σου στιγμή να είναι όταν κάθεσαι στην αγαπημένη σου θέση στην καφετέρια (η οποία σαν να έχεις κάνει μια κρυφή συμφωνία με το Σύμπαν είναι πάντοτε ελεύθερη) με τους/τις κολλητές σου και ρουφάς αυτή την πρώτη και ανεκτίμητη τζούρα από το καφέ/αφέψημα σου. Βέβαια αν είσαι από αυτούς τους φοιτητές, που έχουν συνηθίσει να μένουν με το άλλο τους μισό για αρκετές μέρες (όχι απαραίτητα συνεχόμενες) μέσα στο μήνα η αγαπημένη σου στιγμή μπορεί να είναι όταν θα ξαπλώσετε στο κρεββάτι και για 1-2 λεπτά δεν θα πείτε τίποτα μέχρι οι αναπνοές σας να επιβραδύνουν τον ταχύ ρυθμό τους και ο Μορφέας θα σας αγκαλιάσει και τους δυο.

Εγώ βέβαια δεν ανήκω σε καμία από τις παραπάνω κατηγορίες, δικηγόρος δεν είμαι (ευτυχώς θα πρόσθετα δίχως να θέλω να προσβάλλω τους δικηγόρους), μικρό παιδί δεν είμαι (δυστυχώς αν και σίγουρα κάποιοι γνωστοί μου να κρυφογελούν διαφωνώντας), παππούς δεν είμαι (και εδώ ίσως κάποιοι να έχουν τις διαφωνίες τους αλλά τους αγνοώ επιδεικτικά) και ούτε σε κάποια από τις υπόλοιπες κατηγορίες φοιτητών ανήκω. Για μένα η αγαπημένη μου στιγμή στην πρόσφατη ρουτίνα είναι όταν ξυπνάω στις 8:30 και σηκώνομαι και βάζω το σαλβάρι μου (γιατί η ζέστη είναι αφόρητη το βράδυ για να κοιμάσαι με οτιδήποτε παραπάνω από το εσώρουχό σου και με το παράθυρο ανοιχτό, αλλά το πρωινό είναι αρκετά δροσερό για να το αψηφίσεις και να το αντιμετωπίσεις χωρίς την συνοδεία του προαναφερθέντος σαλβαριού) και βγαίνω από την μπροστινή πόρτα και πάω στον κήπο του σπιτονοικοκύρη μου, όπου βρίσκεται μια περίφημη βερικοκιά φορτωμένη με καρπούς, και κόβω δυο βερίκοκα για το πρωινό μου.
Αυτή η στιγμή είναι η αγαπημένη μου.

Αυτή η στιγμή, όπου θα μπορούσα να είμαι ο καθένας ή πιο σωστά, όπου φαντάζομαι ότι είμαι ο καθένας, ένας άλλος, μπορώ να είμαι ένας από τους παραπάνω ή ακόμα ένας απλός εργάτης ή ένα τίποτα ή ακόμα και αυτός, που είμαι τώρα, αλλά με κάποιο τρόπο, διαφορετικός, η στιγμή που, όπως διάβασα σε ένα βιβλίο πρόσφατα μπορώ να κυνηγήσω το Great Perhaps. Αυτή η στιγμή, η οποία στην τελική δεν χρειάζεται ιδιαίτερη δικαιολόγηση είναι η αγαπημένη μου. Μια στιγμή, που υπό τις κατάλληλες συνθήκες μπορεί να ζήσει ο καθένας, όμως εμένα μου δίνει την εντύπωση ότι θα μπορούσα να είμαι κάποιος άλλος, μου δίνει την ευκαιρία να φανταστώ, ότι θα μπορούσα να είμαι κάποιος άλλος.

Το μόνο που μένει είναι να γίνω αυτό που φαντάζομαι.


Συνοδεία: Vassilikos-Vintage

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

Μια κλειστή πόρτα...


Τι γίνεται όταν ένα ωραιότατο απόγευμα Παρασκευής αποφασίζεις να πας μια βόλτα στη σχολή σου και βρίσκεις την είσοδο για τους πεζούς κλειστή; Γιατί να είναι κλειστή; Υπάρχει λόγος ύπαρξης της πόρτας αυτής; Υπάρχει λόγος να την κλειδώνεις; 

Γενικά η πόρτα (ή αλλιώς “θύρα” με “υ” και όχι με “η”, με “η” είναι το νησί “Σαντορίνη” γνωστός καλοκαιρινός προορισμός) αποτελεί από αρχαιοτάτων χρόνων μια οντότητα (εδώ ο συγγραφέας πάσχισε για να διαλέξει την λέξη αυτή αφού η λέξη αντικείμενο δεν του άρεσε, το εργαλείο δεν περιγράφει ακριβώς το ζητούμενο και η λέξη έννοια αν και σωστή είναι πολύ νωρίς να αναφερθεί) που χρησίμευσε τα μέγιστα στον άνθρωπο και φυσικά για να χρησιμοποιείται τόσα χρόνια θα υπάρχει και κάποιος λόγος (αλλιώς δεν θα υπήρχε (πλεονασμός))...


Συνεχίζοντας λοιπόν πόρτες υπαρχουν πολλές. Έχουμε δει όλοι αυτές τις βαριές ξύλινες με περίπλοκα και υψηλής τεχνικής και τέχνης σκαλίσματα που σου δίνουν την εντύπωση ότι μπαίνεις σε ένα σημαντικό μέρος, τις απλές, τις ασφαλείας, τις σιδερένιες με τα περίτεχνα (αν και όχι στο γούστο του συγγραφέα) σχήματα, τις ψάθινες (ξερετε αυτές που είναι σαν κρόσια που κουνιούνται με το αεράκι), και τις απλές ξύλινες με τα σκαλιστά ορθογώνια (που ποτέ δεν κατάλαβα τον λόγο ύπαρξής τους) κλπ... Ιστορικά λοιπόν η πρώτη πόρτα πρέπει να εμφανίστηκε στην περίοδο του ανθρώπου των σπηλαίων, τότε σαν πόρτα εννοούσαν το σημείο εκείνο της σπηλιάς απο το οποίο αν πέρναγε ο λύκος (ή η αρκούδα ή οποιοδήποτε άλλο σαρκοβόρο δυνατό ζώο) υπήρχε μεγάλο πρόβλημα. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η πόρτα εκείνη την εποχή δεν είχε υλική υπόσταση αλλά μόνο εννοιολογική (άρα εύκολα μπορούμε να συμπαιράνουμε ότι πρώτα ήρθε η έννοια της πόρτας και μετά η πόρτα αυτή καθ' εαυτήν). Αργότερα ο άνθρωπος σκέφτηκε (όντας ον με το χάρισμα της νόησης της σκέψης και του αντιταχθούν αντίχειρα) ότι από το να υπάρχει η πόρτα μόνο σαν έννοια (γεγονός που δεν εμποδίζει τον άλλο να εισέλθει στον χώρο του) καλύτερα να υπάρχει και ένα φυσικό εμπόδιο το οποίο θα καθορίζει το σημείο εισόδου (ή εξόδου) αλλά και θα προσφέρει μια επιπλέον δυσκολία σε αυτόν που θέλει να εισέλθει παρανόμως... Έτσι λοιπόν καταλήξαμε στην πόρτα ως οντότητα υλική πλέον με σάρκα και οστά (ατυχής παρομοίωση και χρήση της έκφρασης σωστότερο θα ήταν με ξύλα και σίδερα)...

Τώρα αναλύοντας λίγο την έννοια της πόρτας και το πότε μια πόρτα είναι χρήσιμη με απλή κριτική σκέψη μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής:
(1)Η πόρτα χωρίζει δυο χώρους.
(2)Συνήθως έχει υλική υπόσταση.
(3)Πάντα (σχεδόν το “σχεδόν” αυτό θα αναλυθεί αργότερα) έχει λόγο ύπαρξης.
(4)Παντα προσφέρει μια ευκολία στον άνθρωπο.

Καιρός όμως να αναλύσουμε το προαναφερθέν σχεδόν και πέρα από τις αερολογίες (μπούρδες και βλακείες θα έλεγε κάποιος και δεν θα τον αδικήσω) να ασχοληθούμε και με το θέμα μας... Έχουμε λοιπόν μια συγκεκριμένη πόρτα, η οποία χωρίζει δυο χώρους, τον δρόμο από το Πολυτεχνείο. Το ερώτημα είναι πρέπει να υπάρχει αυτή η πόρτα; Και αν υπάρχει πρέπει να κλείνει τόσο ερμητικά ώστε κάποιος να μην μπορεί να εισέλθει στο Πολυτεχνείο; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι σαφώς ναι, αφού η πόρτα χωρίζει δυο χώρους καλώς και υπάρχει (και ας είναι σπατάλη λεφτών βεβαια το γιατί είναι σπατάλη θα το κατανοήσουμε καλύτερα όταν απαντήσουμε το δεύτερο ερώτημα). Στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση είναι κατηγορηματική και είναι σαφέστατα όχι. Ας εξηγηθώ. Αν υποθέσουμε οτι η πόρτα πρέπει να κλείνει ερμητικά απαγορεύοντας την είσοδο τότε έχουμε την ισχή του σχεδόν. Από τότε που δημιουργήθηκαν τα πανεπιστήμια δημιουργήθηκε και η έννοια του ασύλου η οποία έχει γίνει πολύ καυτό (hot αγγλιστί) θέμα. Ο συγγραφέας πιστεύει ακράδαντα ότι η παρουσία (φυσική να επισημάνω και όχι πνευματική) ενός ατόμου σε ένα χώρο ασύλου είναι αναφαίρετο δικαίωμα του, άρα ξεκαθαρίσαμε ότι υπάρχουν και περιπτώσεις που η πόρτα δεν έχει λόγο ύπαρξης. Επιπλέον η πόρτα είναι για να προσφέρει ευκολία στον άνθρωπο (απο τότε που δημιουργήθηκε η πόρτα καθιερώθηκε λόγω της ευκολίας, που έχει κάποιος, όταν του παρέχεται το δικαίωμα φυσικά, να την ανοίγει), μια ευκολία που μια κλειστή πόρτα (ερμητικά να προσθέσω) σε ένα χώρο με ελεύθερη πρόσβαση των φοιτητών για πληθώρα λόγων ακόμα και μετά το πέρας των μαθημάτων ακόμα και όταν δεν έχουν μάθημα (λόγοι όπως, σίτιση στην λέσχη, επίσκεψη φίλου στην Εστία, διαμονή στην Εστία, βόλτα ρε αδελφέ στον δενδόφυτο χώρο του ιδρύματος, τζόγκινγκ, άθληση στα γήπεδα, ραδιοφωνική εκπομπή ή κάποια εκδήλωση, κ.α.) τους αφαιρείται και εν ολίγοις τους κάνει την ζωή δύσκολη (προσωπικά είδα μια κορασίδα (τι όμορφος χαρακτηρισμός;) γύρω στις 8 το απόγευμα, την ώρα που εγώ είχα πάει να κάνω τον περίπατο μου (πολλοί θα νομίζουν και δεν τους αδικώ ότι είμαι ένας σεβάσμιος μεσήλικας αλλά τους διαβεβαιώ ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει), να προσπαθεί να βγει από το Πολυτεχνείο και με τεράστια προσπάθεια να καταφέρνει να πηδήξει την πόρτα, η οποία εκτός των άλλων είναι και ψηλή. Δυστηχώς (εγώ όντας παντα συμπονετικός προς όμορφες κορασίδες ταλαιπωρούσσες αλλά ολίγον αργός στις αντιδράσεις μου) δεν πρόλαβα να την ενημερώσω για το ιδιαίτερα χαμηλό μαντράκι που υπάρχει 50 μέτρα παρακάτω...).

Επομένως όταν υπάρχει μια πόρτα η οποία δεν χρειάζεται να κλείνει τότε πιθανόν να μην χρειάζεται καθόλου κίολας (και αποδεικνύουμε ότι αποτελεί και σπατάλη χρημάτων).

Κλείνοντας (ακούω τους αναστεναγμούς σας αλλά τους αγνοώ...) να πω ότι ενώ συμμερίζομαι την ύπαρξη της πόρτας (απο την στιγμή που φτιάχτηκε βέβαια, αν με ρωτούσατε πριν φτιαχτεί αν θέλω μια πόρτα σε εκείνο το σημείο ή αν θα είναι χρήσιμη θα σας απαντούσα σαφώς όχι) εφαρμογή του (1) δεν μπορώ για κανένα λόγο να δεχθώ το κλείδωμά της...

ΥΓ: Πολλοί θα αναρωτηθούν γιατί δεν έγραψα κατευθείαν τις τέσσερις τελευταίες σειρές και προτίμησα αυτό το κατεβατό...Θα απαντήσω παραθέτοντας ένα στίχο του Καβάφη απο το ποίημα Ιθάκη 
“Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου. Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.”

Συνοδεία: Red Hot Chili Peppers - Live at Slane Castle